- μελεδών
- μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)1. μελέτη2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναιλύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγ-ηδών, σηπ-εδών].
Dictionary of Greek. 2013.